- ήθι
- το (Μ ἤθι)παρουσιαστικό, όψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήθη, πληθ. τού ήθος, πρβλ. θάρρι < θάρρη τού θάρρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάρρι — θάρρι, τὸ (Μ) θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θάρρι δημιουργήθηκε αναλογικά προς τον τ. της ονομαστικής πληθ. θάρρη (πρβλ. το ήθος, τα ήθη > το ήθι] … Dictionary of Greek